ἔνοικος

ἔνοικος
ἔνοικος, ον,
A inhabitant, A.Supp.611, etc.;

ἔ. θεός Hierocl.in CA 11

p.441 M.: mostly c. gen. loci, inhabitant of a place, A.Pr.415 (lyr.), S.Tr.1092, Th.4.61, etc.: c. dat., dweller in a place, Pl.Criti.113c;

ἑσμὸς τεχνιτῶν ἔνοικος πόλει Limen.20

.
2 [voice] Pass., dwelt in,

Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα E.Ion235

(lyr.) (nisi leg. Παλλάδι συν-)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔνοικος — inhabitant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ένοικος — η, ο 1. αυτός που κατοικεί σε οίκημα, κάτοικος. 2. το αρσ. ως ουσ., ένοικος ο νοικάρης: Οι ένοικοι του ξενοδοχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔνοικον — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc sg ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκοις — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκου — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκους — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκων — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοικα — ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοικοι — ἔνοικος inhabitant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”